αλαφοκέρατο

αλαφοκέρατο
το
1. κέρατο ελαφιού, βλ. ελαφοκέρατο, το. 2. κόκαλο που έβαζαν άλλοτε τα μωρά στο στόμα: Να φέρεις κι αλαφοκέρατο για τα δοντάκια του (Παπαδιαμάντης).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαφοκέρατο — και λαφοκέρατο, το το ελαφοκέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κέρατο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφοκερατάς] …   Dictionary of Greek

  • αλάφι — και λάφι, το το ελάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λ. ελάφι Ο μεν τ. αλάφι με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α, ο δε τ. λάφι με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφάκι, αλαφιάζω, αλαφίνα, αλαφόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαφοκέρατο, αλαφοκυνηγάρης.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφοκερατάς — και λαφοκερατάς, ο [αλαφοκέρατο] αυτός που έχει κέρατα μεγάλα σαν τού ελαφιού λέγεται για συζύγους που τούς απατούν φανερά οι γυναίκες τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”